- συνεχέα
- συνεχήςholding togetherneut nom/voc/acc pl (epic ionic)συνεχήςholding togethermasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνεχέα — συνεχέα , συνεχής holding together neut nom/voc/acc pl (epic ionic) συνεχέα , συνεχής holding together masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχέω — (παρατατ. συνέχεα) βλ. πίν. 5 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής